- καταγώγιμον
- καταγώγιμον, τὸ (Α)το αντίτιμο τής μεταφοράς ειδών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀγώγιμον (ουδ. τού ἀγώγιμος «αυτός που μπορεί να οδηγηθεί εύκολα»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταγώγιο — το (AM καταγώγιον, Α και καταγωγεῑον, Μ και καταγώγι) νεοελλ. κακόφημο κέντρο ή κατάστημα όπου συχνάζει υπόκοσμος μσν. καταφύγιο («καὶ τελεωτέρας ἀρετῆς καταγώγιον») μσν. αρχ. κατάλυμα, πανδοχείο («ᾠκοδόμησαν πρὸς τῷ Ἡραίῳ καταγώγιον διακοσίων… … Dictionary of Greek